- ὑδατικῇ
- ὑδατικόςderived from water-rightsfem dat sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αμμωνία — Ένωση του αζώτου με το υδρογόνο, με τύπο ΝΗ3. Στην ελεύθερη κατάσταση είναι αέριο άχρωμο με οσμή έντονα ερεθιστική και αποπνικτική, πυκνότητα 0,597 (αέρας = 1), κρίσιμης θερμοκρασίας 130°C, κρίσιμης πίεσης 114 ατμ. Μπορεί να υγροποιηθεί σχετικά… … Dictionary of Greek
ενδοδερμίδα — Φυτικός ιστός. Αποτελείται από μια στιβάδα εξειδικευμένων κυττάρων που συνήθως βρίσκονται στις ρίζες, αλλά πολλές φορές και στον βλαστό. Στη ρίζα η ε. κατασκευάζει μια συνεχή θήκη, πάχους ενός κυττάρου. Τα κύτταρά της δεν έχουν μεσοκυττάριους… … Dictionary of Greek
πανίδα — Το σύνολο των διαφόρων ζωικών ειδών που ζουν σε μια καθορισμένη περιοχή σ’ ένα ορισμένο περιβάλλον· ο όρος αποκτά έτσι βιογεωγραφική και οικολογική σημασία. Η ποικιλία και ο πλούτος της π. εξαρτώνται από τον αριθμό των ζωικών ειδών που είναι… … Dictionary of Greek
πλαγκτοϋπονευστόν — το, Ν βιολ. το σύνολο τών υδρόβιων οργανισμών οι οποίοι συναθροίζονται κοντά στην επιφάνεια τού νερού τη νύχτα, αλλά περνούν την ημέρα τους στην κύρια υδατική μάζα … Dictionary of Greek
υδατικός — ή, ό / ὑδατικός, ή, όν, ΝΑ [ὕδωρ, ὕδατος] νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο νερό 2. φρ. α) «υδατική κρέμα» ειδική καλλυντική κρέμα η οποία χρησιμοποιείται ως μέσο ενυδάτωσης τού δέρματος β) «υδατικές δουλείες» (νομ.) οι δουλείες… … Dictionary of Greek
υδροσταθερός — ή, ό, Ν φρ. «υδροσταθερό φυτό» βοτ. φυτικό είδος που είναι ικανό να διατηρήσει ευνοϊκή γι αυτό περιεκτικότητα νερού στο φυτικό σώμα του σε όλη τη διάρκεια τής ημέρας, ενώ η υδατική ισορροπία του παραμένει κοντά στο μηδέν. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο … Dictionary of Greek
ωσμωτικός — και εσφ. τ. οσμωτικός, ή, ό, Ν [ώσμωση] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ώσμωση («ωσμωτικά φαινόμενα») 2. φρ. α) «ωσμωτική πίεση» (βιολ. φυσ. χημ.) η διαφορά πίεσης που δημιουργείται μεταξύ δύο διαμερισμάτων που περιέχουν διαλύματα… … Dictionary of Greek
βαλεντινίτης — Ορυκτό, του χημικού τύπου οξειδίου του αντιμονίου (Sb2O3), όπου η εκατοστιαία σύσταση σε αντιμόνιο είναι 83%. Σχηματίζει κρυστάλλους από ρομβικό σύστημα. Εμφανίζεται με διαφορετικά χρώματα, από περίπου λευκό και διαφανές μέχρι πολύ σκούρο. Έχει… … Dictionary of Greek
διαζωνίου, άλατα — Ομάδα διαζωνιακών ενώσεων ιδιαίτερης σημασίας, που χρησιμοποιούνται ως αρχικές ουσίες για την παρασκευή πολυάριθμων προϊόντων. Οι χαρακτηριστικές ιδιότητες των ενώσεων αυτών αποδεικνύουν τον χαρακτήρα τους ως ιοντικών αλάτων: είναι αδιάλυτα στους … Dictionary of Greek
Ζιμπάμπουε — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ζιμπάμπουε Παλαιότερη ονομασία: Ροδεσία Έκταση: 390.759 τ. χλμ Πληθυσμός: 11.376.676 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Χαράρε (1.864.000 κάτ. το 2002)Κράτος της νοτιοκεντρικής Αφρικής. Συνορεύει στα Α και στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek